στρεβλώνω

στρεβλώνω
στρέβλωσα, στρεβλωμένος
1. κάνω κάτι στραβό, παραμορφώνω.
2. εξαρθρώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρεβλώνω — στρεβλῶ, όω, ΝΑ [στρεβλός] 1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι… …   Dictionary of Greek

  • ατρεκής — ἀτρεκής, ές (Α) Ι. 1. πραγματικός, αληθινός 2. ασφαλής, σταθερός 3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός 4. (το ουδ.) το ἀτρεκές α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη 6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα II. επίρρ. ἀτρεκέως αληθινά, με ειλικρίνεια …   Dictionary of Greek

  • ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… …   Dictionary of Greek

  • κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • νητρεκής — νητρεκής, ές (Α) πραγματικός, αληθινός. επίρρ... νητρεκῶς (Α) με νητρεκή τρόπο, με ειλικρίνεια, αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. μόριο νη * + τρεκής (< *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku «ρόκα, αδράχτι», λατ. torqueo «στρέφω,… …   Dictionary of Greek

  • σκαμβώ — όω, ΜΑ [σκαμβός] μσν. μτφ. προκαλώ την ηθική διαστροφή κάποιου αρχ. παθ. σκαμβοῡμαι, όομαι στραβώνω, στρεβλώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση …   Dictionary of Greek

  • στρέβλωση — η / στρέβλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στρεβλῶ, ώνω] η ενέργεια τού στρεβλώνω, συστροφή νεοελλ. 1. εξάρθρωση 2. μτφ. παραποίηση, διαστρέβλωση μσν. μτφ. ηθική διαστροφή αρχ. βασανιστήριο με τη χρήση στρέβλης …   Dictionary of Greek

  • στραβοπατώ — Ν 1. παραπατώ, παραπαίω 2. στρεβλώνω, αλλοιώνω το κανονικό σχήμα τών παπουτσιών με αδέξιο ή ακανόνιστο περπάτημα 3. μτφ. σφάλλω, παρεκτρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + πατώ] …   Dictionary of Greek

  • στραβώνω — στραβῶ, όω, ΝΜ [στραβός] νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί») β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου») γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”